ψυχῆς Ph.1.354
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέθεσις — μέθεσις, εως, ἡ (Α) ύφεση, χαλάρωση, χαύνωση [«καὶ μεθέσεως ψυχῆς αἰτία γίγνεται (ενν. ἡ μέθη)]», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μέθ εσις < μεθ ίημι] … Dictionary of Greek
μεθέσεως — μεθέσεω̆ς , μέθεσις relaxation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)